-
1 нагрузка
(мех., эл.) το φορτί/ο, η φόρτισητο φόρτωμαраспределять - у διανέμω/μοιράζω το -сбрасывать - у эл. μειώνω το -снимать - у мех. αφαιρώ/βγάζω το -активная эл. - ενεργό -базовая эл. - βάσης- весов предельная μέγιστο - των βαρών/της ζυγαριάςнесимметричная эл. - ασύμμετρο -посадочная ав. - της προσγείωσηςравномерная - ισομερές -, ομοιόμορφο -сжимающая мех. - της σύνθλιψηςсимметричная эл. - συμμετρικό -тормозная - της πέδης/του φρένουтяговая ав. - της ώσηςциклическая мех. - κυκλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нагрузка
-
2 величина
-ы, πλθ. -чины θ.1. μέγεθος•пароход средней -ы ατμόπλοιο μέσου μεγέθους.
(μαθ.) έκταση, ποσότητα, ποσόν•постоянная величина σταθερή ποσότητα, σταθερό μέγεθος•
2. μτφ. κορυφή•крупная величина в науке κορυφή της επιστήμης.